- ἔσταξα
- στάζωdropaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στάζω — έσταξα, στάχτηκα, σταγμένος 1. μτβ., και αμτβ., χύνω ή πέφτω σταγόνα σταγόνα: Μου έσταξες λάδι στο πουκάμισο. – Στάζει αίμα η πληγή. – Στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό του. 2. για κάτι που περιέχει μέσα του ένα υγρό που χύνεται σταγόνα σταγόνα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματοσταξιά — η σταγόνα αίματος, αιματοκηλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + έσταξα, αορ. τού ρ. στάζω] … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek
στάξιμο — το, Ν στάλαγμα, ροή κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσταξα τού στάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] … Dictionary of Greek
στάζω — στάζω, έσταξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. στάζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής